υπευνώμαι

υπευνώμαι
-άομαι, Α
1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ' Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.)
2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εὐνῶμαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω, συνουσιάζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπευνάζομαι — Α ὑπευνῶμαι*, πλαγιάζω προστατευτικά πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐνάζομαι «πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”